μακρόθυμος

μακρόθυμος
-η, -ο (AM μακρόθυμος, -ον, Μ και μακρύθυμος, -ον)
1. υπομονητικός, ανεκτικός («κύριος ὁ Θεός... μακρόθυμος καὶ πολυέλεος καὶ ἀληθινός», ΠΔ)
2. άκακος, αμνησίκακος
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ μακρόθυμον
η μακροθυμία, η ανεκτικότητα.
επίρρ...
μακροθύμως (Α μακροθύμως)
με μακροθυμία, υπομονητικά, ανεκτικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)-* + θυμός (πρβλ. καρτερό-θυμος, μεγά-θυμος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μακρόθυμος — η, ο αυτός που δε θυμώνει εύκολα, ανεκτικός, υπομονητικός, αυτός που συγχωρεί εύκολα, που δεν κρατάει κακία: Είναι μακρόθυμος άνθρωπος και τους συγχωρεί όλους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μακρόθυμος — μακρόθῡμος , μακρόθυμος long suffering masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακροθυμότερον — μακροθῡμότερον , μακρόθυμος long suffering adverbial comp μακροθῡμότερον , μακρόθυμος long suffering masc acc comp sg μακροθῡμότερον , μακρόθυμος long suffering neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακρ(ο)- — (AM μακρ[ο] ) α συνθετικό λέξεων που ανάγεται στο επίθ. μακρός, ά, όν ή στο επίρρ. μακρῶς και σημαίνει ότι το δηλούμενο από το β συνθετικό χαρακτηρίζεται από: 1) μεγάλο μήκος, μέγεθος ή ποσότητα (πρβλ. μακραύχην, μακρόθυμος, μακρολαίμης,… …   Dictionary of Greek

  • μακροθυμώ — (AM μακροθυμῶ, έω) [μακρόθυμος] 1. υπομένω τα σφάλματα και τις αδικίες τών άλλων, είμαι μακρόθυμος, ανεκτικός («μακροθύμησον ἐπ ἐμοὶ καὶ πάντα σοι ἀποδώσω», ΚΔ) 2. είμαι ανεξίκακος, επιεικής μσν. περιμένω υπομονητικά αρχ. 1. αργώ να έλθω σε… …   Dictionary of Greek

  • μακροθύμως — μακροθύ̱μως , μακρόθυμος long suffering adverbial μακροθύ̱μως , μακρόθυμος long suffering masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακρόθυμον — μακρόθῡμον , μακρόθυμος long suffering masc/fem acc sg μακρόθῡμον , μακρόθυμος long suffering neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Theophilos Kairis — Theóphilos Kaíris Theóphilos Kaíris (ou Kaíres) (Andros 19 octobre 1784 – Syros 9[1] ou 13 janvier 1853, en grec : Θεόφιλος Καΐρης ; son prénom de baptême était Thomas) fut un enseignant, prêtre, érudit, philosophe et révolutionnaire… …   Wikipédia en Français

  • Theóphilos Kaíris — (ou Kaíres) (Andros 19 octobre 1784 – Syros 9[1] ou 13 janvier 1853, en grec : Θεόφιλος Καΐρης ; son prénom de baptême était Thomas) fut un enseignant, prêtre, érudit, philosophe et révolutionnaire grec. Après des études de philosophie… …   Wikipédia en Français

  • ανεξίκακος — η, ο (AM ἀνεξίκακος, ον) μη εκδικητικός, αμνησίκακος, μακρόθυμος, μεγάθυμος. αρχ. καρτερικός, υπομονητικός στους κόπους και στις κακοτυχίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανεξι (< μέλλ. ανέξομαι του ανέχομαι) + κακός. ΠΑΡ. ανεξικακία, ανεξικακώ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”